καλόττα

καλόττα
και καλότα, η
1. κάλυμμα τής κεφαλής, σκουφί
2. (ειδ.) το μικρό κόκκινο σκουφί τών ρωμαιοκαθολικών ιερέων
3. το κύριο τμήμα τού γυναικείου καπέλου που περιβάλλει την κεφαλή, σε αντιδιαστολή προς τον γύρο, κν. τεπές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. calotte].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καλότα — η βλ. καλόττα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”